μεναίχμου

μεναίχμου
μεναίχμης
staunch soldier
masc gen sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Μεναίχμου — Μέναιχμος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάτρα — Πόλη της Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Αχαΐας της περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας. Ο δήμος Πατρέων περιλαμβάνει, εκτός από τον ομώνυμο δήμο, και τις κοινότητες Ελικίστρας, Μοίρας και Σουλίου. Τρίτη πόλη της Ελλάδας από άποψη πληθυσμού, μετά την… …   Dictionary of Greek

  • Δεινόστρατος — (μέσα 1ου αι. π.Χ.). Μαθηματικός. Αδελφός του Μεναίχμου, ο Δ. ήταν αυτός που επινόησε τις κωνικές τομές. Σύμφωνα με πληροφορίες του Πάππου, ο Δ. εφάρμοσε για πρώτη φορά μία καμπύλη στον τετραγωνισμό του κύκλου, που είχε ήδη πρώτος ερευνήσει ο… …   Dictionary of Greek

  • Θεύδιος ο Μάγνης — (4ος αι. π.Χ.). Μαθηματικός και φιλόσοφος. Καταγόταν από τη Μαγνησία της Μικράς Ασίας. Ο Θ., που υπήρξε μαθητής του Εύδοξου στην Ακαδημία του Πλάτωνα, ήταν συμμαθητής των περίφημων μαθηματικών αδελφών Μεναίχμου και Δεινοστράτη. Για τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”